1 ένστικτο(ν)
ζωώδη (ταπεινά) ένστικτα — животные (низменные) инстинкты;
εξ ένστίκτου — инстинктивно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ένστικτο(ν)
2 ένστικτο(ν)